- νευρόσπαστος
- -η, -ο (Α νευρόσπαστος, -ον)το ουδ. ως ουσ. το νευρόσπαστο(ν)ανδρείκελο, ομοίωμα που κινείται με χορδές ή με νήματα και χρησιμοποιείται σε θεατρικές παραστάσεις, κυρίως για παιδιά, αλλ. μαριονέτανεοελλ.το ουδ. ως ουσ.1. (μτφ). άνθρωπος που δεν έχει δική του βούληση και ενεργεί με την επιβολή ή την υποκίνηση άλλου2. μτφ. άνθρωπος πολύ ανήσυχος και νευρικός, νευρόσπασμααρχ.αυτός που κινείται με χορδές.[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + -σπαστος (< σπῶ) πρβλ. κυνό-σπαστος, λυκό-σπαστος].
Dictionary of Greek. 2013.