νευρόσπαστος

νευρόσπαστος
-η, -ο (Α νευρόσπαστος, -ον)
το ουδ. ως ουσ. το νευρόσπαστο(ν)
ανδρείκελο, ομοίωμα που κινείται με χορδές ή με νήματα και χρησιμοποιείται σε θεατρικές παραστάσεις, κυρίως για παιδιά, αλλ. μαριονέτα
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ.
1. (μτφ). άνθρωπος που δεν έχει δική του βούληση και ενεργεί με την επιβολή ή την υποκίνηση άλλου
2. μτφ. άνθρωπος πολύ ανήσυχος και νευρικός, νευρόσπασμα
αρχ.
αυτός που κινείται με χορδές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + -σπαστος (< σπῶ) πρβλ. κυνό-σπαστος, λυκό-σπαστος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • νευρόσπαστα — νευρόσπαστος drawn by strings neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Neurospasma — oder Neurospaston (Pl.: Neurospasmata, Neurospasta oder Neurospasten) bezeichnet eine durch Sehnen oder Fäden bewegte Gliederpuppe bzw. Marionette speziell im Zeitalter der griechisch römischen Antike. Man kannte sie aber auch bereits im Alten… …   Deutsch Wikipedia

  • νευροσπαστία — νευροσπαστία, ἡ (Α) [νευρόσπαστος] 1. κίνηση με χορδές 2. (κατ επέκτ.) σπασμωδική κίνηση …   Dictionary of Greek

  • νευροσπαστικός — νευροσπαστικός, ή, όν (Α) [νευρόσπαστος] το θηλ. ως ουσ. ἡ νευροσπαστική (ενν. τέχνη) η τέχνη αυτού που κινεί τα νευβρόσπαστα …   Dictionary of Greek

  • νευροσπαστώ — νευροσπαστῶ, έω (Α) [νευρόσπαστος] 1. θέτω κάτι σε κίνηση με χορδές 2. μτφ. κινώ κάτι σπασμωδικά, χρησιμοποιώ κάτι ως νευρόσπαστο («ἡ φαντασία σύρει ἡμᾱς καὶ νευροσπαστεῑ πρὸς αὐτήν», Πορφ.) 3. παθ. νευροσπαστοῡμαι, έομαι (για πτηνό)… …   Dictionary of Greek

  • νεύρο — το (ΑΜ νεῡρον) 1. συν. στον πληθ. τα νεύρα βιολ. όργανα υπό μορφή υπόλευκης ταινίας ή νήματος τα οποία μεταφέρουν τις αισθητικές και κινητικές διεγέρσεις μεταξύ εγκεφάλου και νωτιαίου μυελού αφ ενός και τών διαφόρων οργάνων, αφ ετέρου, και πρός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”